- πρωτομαθαίνω
- (αόρ. (ε)πρωτόμαθα) μετ.1) изучать впервые, начинать изучать (что-л.); 2) узнавать первым (что-л., о чём-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτομαθαίνω — πρωτόμαθα 1. μαθαίνω για πρώτη φορά: Πρωτομαθαίνω κολύμπι. 2. μαθαίνω, πληροφορούμαι κάτι πρώτος: Εγώ το πρωτόμαθα το νέο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρωτομαθαίνω — Ν 1. μαθαίνω κάτι για πρώτη φορά ή αρχίζω να μαθαίνω κάτι 2. μαθαίνω, πληροφορούμαι κάτι πρώτος … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
πρωτομάθητος — η, ο, Ν [πρωτομαθαίνω] 1. αυτός που αρχίζει να μαθαίνει κάτι 2. (κατ επέκτ.) άπειρος, αρχάριος … Dictionary of Greek